ενστάτης

ενστάτης
ἐνστάτης, ο (Α) [ενίστημι]
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνστάτης — adversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνστάτῃ — ἐνστάτης adversary masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνστάτας — ἐνστάτᾱς , ἐνστάτης adversary masc acc pl ἐνστάτᾱς , ἐνστάτης adversary masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Энстатит — Энстатит …   Википедия

  • ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… …   Dictionary of Greek

  • ενστατικός — ή, ό (AM ἐνστατικός, ή, όν) [ενστάτης] 1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐνστατικοί οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων αρχ. μσν. (για ζώα) άγριος, ατίθασος αρχ. 1. όποιος… …   Dictionary of Greek

  • κλινοενστατίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoenstatite < clin(o) (πρβλ. κλιν(ο) < κλίνω) + enstatite < ἐνστατής < ἐνίστημι «εναντιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ἐνστάτην — ἐνστά̱την , ἐνίστημι put aor ind act 3rd dual (doric) ἐνστάτης adversary masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”